- άλημα
- ἄλημα, το (Α) [ἀλῶ]1. λεπτό αλεύρι, άχνη2. (για πρόσωπα) παμπόνηρος και πανούργος άνθρωπος ή σύνολο ανθρώπων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄλημα — fine meal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλημάτων — ἄλημα fine meal neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλήματα — ἄλημα fine meal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλώ — ἀλῶ ( έω) (Α) 1. (στον Όμηρο μόνο ως κατ αλῶ) συντρίβω, μεταβάλλω σε σκόνη, αλέθω 2. φρ. «βίος ἀληλεμένος», ζωή πολιτισμένη, άνετη (δηλ. πολιτιστική κατάσταση, όπου γίνεται χρήση αλεσμένου σιταριού και όχι καρπών στη φυσική τους κατάσταση).… … Dictionary of Greek
αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… … Dictionary of Greek